- ἄκεντρος
- ἄκεντροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκεντρος — η, ο (Α ἄκεντρος, ον) αυτός που δεν έχει κεντρί «κηφῆνας... ἀκέντρους» (Πλάτ. Πολιτ. 552c), ή κόκορας που δεν έχει πλήκτρο στο πόδι (Αθήν. 655e), ή θάμνος που δεν έχει αγκάθια (Φίλων 2, 91), ή άλογο που δεν αισθάνεται το τρύπημα τού σπιρουνιού… … Dictionary of Greek
άκεντρος — η, ο αυτός που δεν έχει κεντρί: Οι κηφήνες είναι άκεντροι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄκεντρον — ἄκεντρος masc/fem acc sg ἄκεντρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέντροις — ἄκεντρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέντρου — ἄκεντρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέντρους — ἄκεντρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέντρων — ἄκεντρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέντρῳ — ἄκεντρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκεντρα — ἄκεντρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκεντροι — ἄκεντρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)